κολοσσοποιός

κολοσσοποιός
κολοσσοποιός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει κολοσσούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοσσός + -ποιός (< ποιῶ) πρβλ. ανδριαντο-ποιός, οινο-ποιός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κολοσσοποιῷ — κολοσσοποιός maker of colossal statues masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοσσοπόνος — κολοσσοπόνος, ὁ (Α) κολοσσοποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοσσός + πονος (< πόνος «μόχθος, κόπος»), πρβλ. γεω πόνος, ιστο πόνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”